Taxibeat. Μία επιχειρηματική ιστορία επιτυχίας, που κατακτά τον ανεπτυγμένο κόσμο

Ολα ξεκίνησαν μια καλοκαιρινή βραδιά του 2010. Ο 47χρονος Νίκος Δρανδάκης, σύμβουλος επιχειρήσεων σε θέματα τεχνολογίας και νέων μέσων, είχε εγκλωβιστεί σε απομακρυσμένη περιοχή της Κηφισιάς και δεν μπορούσε να βρει ταξί. «Σκέφτηκα, όπως κοιτούσα τον χάρτη της περιοχής στο iPhone μου, ότι θα ήταν ωραίο να μπορούσα να δω εκεί τις θέσεις των ταξί» θυμάται ο κ. Δρανδάκης. Ηταν το πρώτο σπέρμα της ιδέας του Taxibeat, της διαδικτυακής εφαρμογής κλήσης ταξί που έκτοτε έχει εισάγει νέα δεδομένα στην αγορά των ταξί στην Αθήνα, ενώ έχει επεκταθεί ήδη στην Ευρώπη (Παρίσι) και στη Λατινική Αμερική (Ρίο ντε Τζανέιρο, Σάο Πάολο, Πόλη του Μεξικού). Για να υλοποιήσει τα σχέδιά της για την κατάκτηση του υπόλοιπου κόσμου, η εταιρεία μόλις ανακοίνωσε μία εντυπωσιακή νέα συνεργασία: το ευρωπαϊκό fund Hummingbird Ventures, με έδρα το Λονδίνο, θα χρηματοδοτήσει την περαιτέρω ανάπτυξή της με 4 εκατ. δολάρια (περίπου 3 εκατ. ευρώ).
«Θέλουμε να επεκταθούμε σχετικά γρήγορα» σημειώνει ο κ. Δρανδάκης. «Αυτή τη στιγμή υπάρχει σκληρός ανταγωνισμός για το ποιος θα ελέγξει το real estate του ταξί ανά τον κόσμο, σε έναν κλάδο που αλλάζει παντού και με τον ίδιο τρόπο. Αν περιμέναμε να μπούμε σε αυτές τις αγορές με ίδια κεφάλαια, αφού η εταιρεία γίνει κερδοφόρα, θα χάναμε κρίσιμο έδαφος». Οπως εξηγεί, το συγκριτικό πλεονέκτημα που προσέφερε το συγκεκριμένο fund σε σχέση με άλλους υποψήφιους χρηματοδότες ήταν «ανθρώπους με εμπειρία, που προσφέρουν τεχνογνωσία για την οικοδόμηση μιας διεθνούς τεχνολογικής εταιρείας».

Η συνεργασία με τη Hummingbird είναι ενδεικτική της ταχύτητας με την οποία η ελληνική startup, που ιδρύθηκε το Μάιο του 2011, έχει μετατραπεί από τοπικό εύρημα σε επιχείρηση με διεθνείς φιλοδοξίες. Η πορεία δεν ήταν χωρίς εμπόδια: Ο κ. Δρανδάκης δεν είχε προηγούμενη εμπειρία ως ιδρυτής επιχειρήσεων και η αναζήτηση των αρχικών πόρων, στην προ-Jeremie περίοδο του κλάδου των τεχνολογικών start-up, διήρκεσε αρκετούς μήνες.

Ούτε η διείσδυση στην αγορά ήταν απλή υπόθεση. «Γύρισα όλες τις πιάτσες της Αθήνας, γνώρισα τους ταξιτζήδες έναν-έναν» λέει σήμερα ο ιδρυτής και διευθύνων σύμβουλος της Taxibeat (το ίδιο κάνουν σήμερα εργαζόμενοι της εταιρείας στις πόλεις όπου έχει επεκταθεί). Στην προσπάθειά του τότε στην Αθήνα, η κρίση ήταν σύμμαχος: «Οι οδηγοί είχαν πολύ μεγάλη ανάγκη για πελάτες. Εμείς τους προσφέραμε μία υπηρεσία που αύξανε την πελατεία τους χωρίς να πληρώνουν σταθερή συνδρομή». (Το Taxibeat χρεώνει τους οδηγούς -συνδρομητές ένα ποσό για κάθε διαδρομή που κλείνουν μέσω της υπηρεσίας, που αρχικά ήταν 0,5 ευρώ και σήμερα είναι το 10% του τελικής τιμής).

Η πιο συναρπαστική πτυχή της ιστορίας του Taxibeat όμως αφορά τον τρόπο με τον οποίο μεταμόρφωσε την αγορά των ταξί στην Αθήνα. Ολοι θυμόμαστε την προηγούμενη κατάσταση: την ατμόσφαιρα καχυποψίας, τις πολλαπλές κούρσες, τις απορρίψεις πελατών («δεν πάω εκεί») κ.ο.κ. Οπως θύμισε στην «Κ» οδηγός ταξί, τις παλαιές, όχι και τόσο καλές ημέρες, υπήρχαν συνάδελφοί του που χρέωναν επιπλέον ακόμα και το κλιματιστικό! Ο πελάτης δεν μπορούσε να επιλέξει ή να αξιολογήσει τον πάροχο, συνεπώς ο πάροχος δεν είχε κανένα κίνητρο να βελτιώσει τις υπηρεσίες του.


Το Taxibeat, με τα προφίλ των οδηγών και τις αξιολογήσεις τους από τους πελάτες, έχει δημιουργήσει ακριβώς αυτό το κίνητρο. Οπως αποκαλύπτει ο κ. Δρανδάκης, από τον στόλο των 2.500 ταξί-συνδρομητών του Taxibeat, στον τελευταίο χρόνο τα 800 συμπεριέλαβαν παροχή σύνδεσης wi-fi, ανταποκρινόμενοι στις προτιμήσεις των πελατών. «Οι πιο σημαντικές μεταρρυθμίσεις σε κάθε αγορά γίνονται κυρίως μέσω της τεχνολογίας» σημειώνει ο επικεφαλής της Taxibeat. Σίγουρα η εφαρμογή της εταιρείας του άλλαξε πιο ουσιωδώς τον κλάδο από τη μνημονιακή «απελευθέρωσή» του – και χωρίς τις επικές, θλιβερές συγκρούσεις της Ραγκουσιάδας.

Πηγή: απόσπασμα από την εφημερίδα Καθημερινή
Νεότερη Παλαιότερη
Protopapadakis-biblia