Το ράψιµο γινόταν στο
χέρι µέχρι τα µέσα του 19ου αιώνα, ενώ υπολογίζεται ότι µια έµπειρη ράφτρα
έκανε 30 περίπου βελονιές το λεπτό. Όπως ήταν αναµενόµενο, αρκετοί εφευρέτες
προσπάθησαν να κατασκευάσουν ένα µηχάνηµα που θα έκανε τη ζωή πιο εύκολη. Ένας
από αυτούς ήταν ένας φτωχός µετανάστης, το όνοµα του οποίου σύντοµα θα
ταυτιζόταν µε την ραπτομηχανή.
Ο Ισαάκ Σίνγκερ γεννήθηκε
το 1811 στη Νέα Υόρκη από φτωχούς Γερµανοεβραίους µετανάστες, το µικρότερο από
τα οκτώ παιδιά της οικογένειας. Το όνειρό του ήταν να γίνει ηθοποιός, γι’ αυτό
και πήρε µέρος σε περιοδεύοντα θεατρικό θίασο, που όµως δεν τα πήγε καλά και
σύντοµα διαλύθηκε. Ο νεαρός έπρεπε λοιπόν να αναζητήσει άλλο τρόπο για να
βγάλει λεφτά και να ζήσει το «αµερικάνικο όνειρο». Σε ηλικία 28 ετών είχε ήδη
ανακαλύψει ένα µηχάνηµα που άνοιγε τρύπες σε βράχους, όµως η ανακάλυψή του δεν
βρήκε ευήκοα ώτα, αναγκάζοντάς τον έτσι να το πουλήσει µισοτιµής.
Το 1850 εγκαταστάθηκε
σε ένα υπόγειο, όπου προσπάθησε ανεπιτυχώς να πουλήσει ένα τυπογραφικό µηχάνηµα
που είχε δηµιουργήσει. Όµως το «φως ήταν στο τέλος του τούνελ» και είχε το
όνοµα του ιδιοκτήτη του υπογείου, ο οποίος κατασκεύαζε ραπτοµηχανές. Αυτός
λοιπόν παρέδιδε τις προβληµατικές µηχανές στον Σίνγκερ για να τις επιδιορθώσει.
Ο Σίνγκερ, που δεν είχε κάποια µόρφωση, όµως «έπιαναν τα χέρια του», γρήγορα
αντιλήφθηκε ότι θα µπορούσε να κατασκευάσει µια ραπτοµηχανή καλύτερη από αυτές
που κυκλοφορούσαν στην αγορά.

Η νέα ραπτοµηχανή του
Σίνγκερ τον έφερε αντιµέτωπο µε τον Ελίας Χόου, τον πιο ισχυρό άνδρα της
Αµερικής και εφευρέτη της ραπτοµηχανής, ο οποίος είχε κατασκευάσει και
κατοχυρώσει τη δική του ραπτοµηχανή από το 1846. Ο Χόου ξεκίνησε δικαστική
διαµάχη µε τον Σίνγκερ και τον συνεταίρο του, την οποία τελικά κέρδισε ύστερα
από ένα ιστορικό συµβιβασµό αποκοµίζοντας 15.000 δολάρια, αλλά και δικαιώµατα
επί των πωλήσεων (πέντε δολάρια για κάθε µηχανή που θα πωλείτο στην Αµερική).

Καθιερώθηκε η εξόφληση
σε µηνιαίες δόσεις (τρία δολάρια το µήνα και προκαταβολή µόλις πέντε δολάρια),
η αντικατάσταση των παλαιών µηχανών έναντι 40 δολαρίων (οι µεταχειρισµένες
καταστρέφονταν για να µην ξαναπωληθούν), η πώληση από πόρτα σε πόρτα, η μίσθωση
της ραπτομηχανής, καθώς και η χρησιµοποίηση καλλίγραµµων κοριτσιών που
παρουσίαζαν τις µηχανές σε εκθεσιακούς χώρους.

Το 1863, η Singer Co.
πούλησε 20.000 ραπτοµηχανές, περισσότερες από κάθε άλλο ανταγωνιστή, ενώ
τέσσερα χρόνια αργότερα ήταν η πρώτη επιχείρηση που ξεκίνησε παραγωγή στην
Ευρώπη. Όσο για τον ιδρυτή της, ήταν ήδη ζάπλουτος και διάσημος σε όλη την
Αµερική. Φρόντιζε να βρίσκεται στο επίκεντρο της δηµοσιότητας χάρη στα
πανάκριβα πάρτι που διοργάνωνε, τις πολυτελείς άµαξες που χρησιµοποιούσε (τα
παιδιά έτρεχαν από πίσω για να µαζέψουν κανένα κέρµα που θα τους πέταγε), αλλά
και τον έκλυτο βίο του, αφού συνολικά είχε πέντε ίσως και έξι συζύγους,
κάµποσες ερωµένες και περίπου 24 παιδιά.

Η ραπτοµηχανή του
Σίνγκερ είναι ένα από τα 25 προϊόντα που διατήρησε την πρωτιά στις πωλήσεις από
το 1923 µέχρι και σήµερα. Είναι χαρακτηριστικό ότι πριν τη δύση του 19ου αιώνα
το μερίδιο αγοράς της παγκοσμίως έφθανε το 80%. Ακόµα και ο Μαχάτµα Γκάντι, που
έµαθε να ράβει πάνω σε µια Singer, είπε κάποτε ότι «η ραπτοµηχανή είναι από τα
λίγα χρήσιµα πράγµατα που ανακαλύφθηκαν ποτέ».