Η Kodak εφηύρε την ψηφιακή φωτογραφική μηχανή στη δεκαετία του ‘70. Διενήργησε εκτεταμένη έρευνα αγοράς για να κατανοήσει την επίπτωση των ψηφιακών φωτογραφικών μηχανών, όταν η Sony έθεσε σε κυκλοφορία την πρώτη απ’ αυτές αρκετά αργότερα, το 1981. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της έρευνας, η ψηφιακή φωτογραφία θα αντικαθιστούσε το φιλμ, αλλά ότι θα έπαιρνε περίπου 10 χρόνια για να συμβεί κάτι τέτοιο. Τι ακριβώς έπραξε η Kodak; Συνέχιζε να παράγει φιλμ…
Ο Τζορτζ Ίστµαν δεν εφηύρε τη φωτογραφική µηχανή, ήταν όµως αυτός που άλλαξε ολοκληρωτικά τη µορφή της και την έκανε προσιτή σε όλους. Παρά τα δύσκολα παιδικά του χρόνια, αφού έχασε στα οκτώ του τον πατέρα του και αναγκάστηκε να σταµατήσει το σχολείο για να εργαστεί, ο Ίστµαν όχι µόνο θα ορθοποδούσε, αλλά θα έφερνε την επανάσταση στο χώρο της φωτογραφίας.
Όλα ξεκίνησαν το 1874, όταν ο 20χρονος Ίστµαν αποφάσισε να κάνει ένα ταξίδι στην Κεντρική Αµερική, αγοράζοντας µια κάµερα για να καταγράψει τις ξένοιαστες στιγµές. Η κάµερα τής τότε εποχής ήταν ένα ογκώδες µηχάνηµα βάρους 20 περίπου κιλών, που συνοδευόταν από ένα τρίποδo, µία τέντα, µερικές γυάλινες πλάκες και ένα δοχείο µε νερό.
Ο Ίστµαν τελικά δεν πήγε διακοπές, όµως αποφάσισε να ασχοληθεί µε τη φωτογραφία προκειµένου να απλοποιήσει τη διαδικασία. Άρχισε, λοιπόν, να µελετάει περιοδικά που παρέθεταν τις τελευταίες εξελίξεις στο χώρο της φωτογράφισης και σύντοµα ξεκίνησε πειράµατα στην κουζίνα της µητέρας του. Κάθε βράδυ, αµέσως µετά τη δουλειά, συνέχιζε τα πειράµατα µέχρι το πρωί και συχνά αποκοιµόταν δίπλα στη σόµπα, κουλουριασµένος σε µια κουβέρτα που του άφηνε η µητέρα του. Κάτι που ξεκίνησε ως χόµπυ είχε εξελιχθεί πια σε έντονο πάθος.
Τελικά, µετά από τρία χρόνια, δηµιούργησε µία λειτουργική µηχανή που κατασκεύαζε ξηρές φωτογραφικές πλάκες (µέχρι τότε εφαρµοζόταν η πολύπλοκη τεχνική των επί τόπου απαλειφόµενων υγρών πλακών), γι’ αυτό λοιπόν πήρε τη µεγάλη απόφαση να παραιτηθεί από τη θέση του στην τράπεζα και να αφοσιωθεί στην παραγωγή ξηρών πλακών. Με τη βοήθεια ενός χρηµατοδότη, που είχε εντυπωσιαστεί από την ανακάλυψή του, συνέχισε τα πειράµατα, που τον οδήγησαν στην ανακάλυψη του φιλµ (ρολού) αλλά και στην απλοποίηση της διαδικασίας φωτογράφισης.
Το 1884 ίδρυσε την Eastman Dry Plate – Film Company, η οποία αρχικά παρήγαγε φιλµ, ενώ λίγο αργότερα κατασκεύασε την πρώτη της φωτογραφική µηχανή, η οποία είχε τη δυνατότητα για 100 εµφανίσεις. Η µηχανή αυτή κόστιζε 25 δολάρια, ήταν εύχρηστη, µικρή και µπορούσε να κρατηθεί στα χέρια κατά τη φωτογράφιση. Μετά το πέρας των εµφανίσεων, επιστρεφόταν στο εργοστάσιο για να εµφανιστεί το φιλµ και να τοποθετηθεί άλλο, όλα προς 10 δολάρια.
Η διαδικασία φωτογράφισης ήταν πια τόσο απλή, που ο καθένας µπορούσε να αγοράσει µια µηχανή και να τραβήξει φωτογραφίες. Ο Ίστµαν είχε µόλις καταφέρει να κάνει τη φωτογραφία προσιτή στο ευρύ κοινό. Επιπλέον, εστίασε στη µαζική παραγωγή, καταφέρνοντας να µειώσει το κόστος παραγωγής και φυσικά την τιµή, ενώ ανέπτυξε ένα διεθνές δίκτυο διανοµής γνωρίζοντας ότι υπάρχουν εκατοµµύρια ερασιτέχνες φωτογράφοι ανά τον κόσµο.
Ο Ίστµαν ήταν λάτρης της διαφήµισης. Ετοίµαζε ο ίδιος τις διαφηµίσεις τις οποίες καταχώριζε σε έγκυρες εφηµερίδες και περιοδικά, µε σλόγκαν «εσύ απλώς πατάς το κουµπί και εµείς κάνουµε τα υπόλοιπα», ενώ σε πολλές έντυπες καταχωρίσεις έδειχνε παιδάκια να χειρίζονται µια κάµερα Kodak Brownie (κόστιζε µόλις ένα δολάριο και έµεινε στην αγορά για 80 χρόνια), θέλοντας να δείξει πόσο απλή ήταν στη χρήση. Δεν είναι τυχαίο ότι ήδη από τον πρώτο χρόνο κυκλοφορίας της Brownie στην αγορά, την προτίμησαν 250.000 ερασιτέχνες φωτογράφοι.
Αυτό, όµως, που έλειπε ήταν ένα όνοµα και σύντοµα βρήκε τη λύση και σε αυτό. Πάντα του άρεσε ο ήχος του γράµµατος «Κ», γνωρίζοντας ότι λίγες µόνο λέξεις τής αγγλικής ξεκινούσαν µε αυτό. Ξεκινώντας και τελειώνοντας λοιπόν µε «Κ», αναζήτησε τα άλλα γράµµατα και κατέληξε στο «Kodak», ένα όνοµα σύντοµο και εύηχο, που µπορούσε να προφερθεί σε όλες τις γλώσσες µε ευκολία.
Ήταν ένα όνοµα που δεν σήµαινε τίποτα σε καµία γλώσσα, όµως χάρη στη φωνητική του θα γινόταν διάσηµο σε όλο τον κόσµο. Η επιτυχία της πρώτης µηχανής Kodak ήταν τόσο µεγάλη που ώθησε τον δηµιουργό της, το 1892, να αλλάξει το όνοµα τής εταιρείας σε Eastman Kodak.
Ο «κύριος Κόντακ» επένδυε ξανά τα έσοδά του για να επεκταθεί σε όλα τα πλάτη και τα µήκη του πλανήτη. Αν και ένα µεγάλο κεφάλαιο διοχετευόταν στην έρευνα, τα περισσότερα κατέληγαν στους υπαλλήλους του µε τη µορφή µερισµάτων, δώρων, µετοχών, συνταξιοδοτικών και ασφαλιστικών προγραµµάτων. Μάλιστα, το 1919 τους παρέδωσε το 1/3 των µετοχών του, αξίας 10 εκατ. δολαρίων…
Είχε καταφέρει το ακατόρθωτο, κάθε δέκα χρόνια να επεναφεύρει τον εαυτό του. Για 40 και πλέον χρόνια οι καινοτομίες διαδέχονταν η μία την άλλη. Είχε μάλιστα προσλάβει το 1912 έναν υπάλληλο λέγοντάς του «η αποστολή σου είναι το μέλλον». Ο υπάλληλος αυτός, δύο χρόνια μετά το θάνατο του αφεντικού του παρουσίασε τα έγχρωμα σλάιντς και εκτυπώσεις.
Ο Ίστµαν έµεινε, επίσης, γνωστός και για τις αµέτρητες φιλανθρωπίες σε µη κερδοσκοπικά ιδρύµατα, πανεπιστήµια και νοσοκοµεία. Το 1924 υπέγραψε µία επιταγή για τρία πανεπιστήµια, αξίας 30 εκατοµµυρίων δολαρίων, λέγοντας απλώς: «Τώρα αισθάνοµαι καλύτερα».
Το παράδοξο ήταν ότι ενώ το όνοµα του Τζορτζ Ίστµαν συνδέθηκε µε τη φωτογραφία, ο ίδιος δεν φωτογραφήθηκε σχεδόν ποτέ. Περπατούσε στον κεντρικό δρόµο της πόλης και κανένας δεν τον αναγνώριζε. Παρέμεινε ταπεινός όλη του τη ζωή, ενώ δεν παντρεύτηκε ποτέ επιλέγοντας να μείνει με την μητέρα του.
Τα τελευταία χρόνια τής ζωής του τα πέρασε κατάκοιτος, καθώς µια ασθένεια στην σπονδυλική στήλη δεν του επέτρεπε να κινηθεί. Στις 14 Μαρτίου 1932, αφού καθάρισε το δωµάτιό του, αυτοπυροβολήθηκε στην καρδιά, αφήνοντας πίσω ένα σηµείωµα που έλεγε: «Η αποστολή µου ολοκληρώθηκε. Γιατί να περιµένω άλλο;».
Ογδόντα σχεδόν χρόνια μετά, τον Οκτώβριο του 2011, η είδηση πέφτει ως κευρανός εν αιθρία. Η Kodak, η ιστορική εταιρεία που εκδημοκράτησε τη φωτογραφία, που ήταν πάντα μπροστά από την εποχή της, που καθόρισε τις εξελίξεις για έναν και πλέον αιώνα, κήρυξε πτώχευση, μετά από χρόνια απογοητευτικών πωλήσεων. Αδυνατώντας, ελλείψει οράματος, να προσδεθεί στο άρμα της ψηφιακής εποχής, αν και εφήυρε την ψηφιακή κάμερα, κατάφερε να θέσει τον εαυτό της εκτός μάχης. Προκειμένου να προφυλαχτεί από τους πιστωτές της και να παραμείνει ζωντανή, αναγκάστηκε να πουλήσει πολλές από τις αμέτρητες κατοχυρωμένες πατέντες της, αποσπώντας 525 εκατ. δολάρια.
Αν βρήκες το παραπάνω άρθρο ενδιαφέρον, τότε ίσως θα σε ενδιέφερε και το βιβλίο Γνωστά Ονόματα Άγνωστες Ιστορίες 1 Δ Έκδοση, όπου παρουσιάζονται 60 ιστορίες των πιο γνωστών brand names.