Τι είναι το lobbying

Το 1820 έκανε για πρώτη φορά την εμφάνισή του σε γραπτή μορφή ο όρος «lobbying». Υπάρχουν δύο εκδοχές σχετικά με την προέλευση του όρου. Σύμφωνα με την πρώτη, έμποροι και πολιτικοί συναναστρέφονταν στο lobby (λόμπι) του ξενοδοχείου Willard της Ουάσιγκτον, όπου καπνίζοντας πούρα και πίνοντας κονιάκ συζητούσαν για τις χρηματοδοτήσεις της κυβέρνησης. Αντίθετα, η δεύτερη εκδοχή μάς ταξιδεύει στην Αγγλία του 19ου αιώνα, όταν μέλη του βρετανικού κοινού κατέφθασαν στο κεντρικό lobby του κοινοβουλίου, για να συζητήσουν με τις αντιπροσωπείες του κοινοβουλίου τις υποθέσεις που τους αφορούσαν.

Ως lobbying (άσκηση παρασκηνιακής πίεσης) ορίζεται η προσπάθεια επηρεασμού φορέων οι οποίοι με τις αποφάσεις τους επηρεάζουν τα συμφέροντα μιας ομάδας ατόμων (ομάδες πίεσης, όπως είναι γνωστές, π.χ. εργατικά συνδικάτα, φεμινιστικά κινήματα, μη κυβερνητικές οργανώσεις), μιας επιχείρησης ή μιας ολόκληρης βιομηχανίας. 

Τέτοιοι φορείς είναι συνήθως οι βουλευτές, οι πολιτικοί και δη οι νομοθέτες. Αποσκοπεί στην υπερψήφιση ενός θετικά προσκείμενου νέου νόμου, την καταψήφιση ενός υπάρχοντος νόμου ή την άρση ενός απαγορευτικού μέτρου που υποσκάπτει τα συμφέροντα του οργανισμού.


Εικάζεται ότι η δημοφιλής εικόνα του Ποπάυ να τρώει σπανάκι είναι αποτέλεσμα lobbying. Ο μύθος αυτός έχει τη βάση του στη δεκαετία του ‘30, όταν η χειμαζόμενη βιομηχανία σπανακιού έπεισε, παραποιώντας τα επίσημα στατιστικά στοιχεία (μετακινώντας το κόμμα μια θέση δεξιά), την αμερικάνικη κυβέρνηση για την υψηλή περιεκτικότητα του σπανακιού σε σίδηρο, η κατανάλωση του οποίου, ισχυρίστηκε, κάνει καλό στον οργανισμό και προσδίδει ενέργεια. Αποτέλεσμα ήταν να επιλεχθεί το σπανάκι ως το απόλυτο δυναμωτικό του Ποπάυ, με συνεπακόλουθο την αύξηση κατανάλωσης σπανακιού κατά 33%.

Τα άτομα που εργάζονται ως λομπίστες είναι συνήθως δικηγόροι ή πρώην κυβερνητικά στελέχη, οι οποίοι γνωρίζουν τέλεια τις νομικές και πολιτικές διεργασίες, την τέχνη της επιχειρηματολογίας και φυσικά διαθέτουν ισχυρά ερείσματα στον χώρο της πολιτικής και των ΜΜΕ. Όσον αφορά τις μικρές εταιρείες, οι οποίες δεν έχουν την πολυτέλεια να προσλάβουν λομπίστες, συνήθως «εκπροσωπούνται» από τοπικούς ή εθνικούς εμπορικούς και βιομηχανικούς συνδέσμους.

Ένας επίμονος λομπίστας…

Η Διώρυγα του Παναμά θα είχε κατασκευαστεί στη Νικαράγουα, αν δεν υπήρχε ένας Γάλλος λομπίστας, ο Φιλίπ Ζαν Μπενέ-Βαριλά. Ο κύριος αυτός το 1902, εκπροσωπώντας τα γαλλικά συμφέροντα (που απειλούνταν, αν η διώρυγα κατασκευαζόταν στη Γουατεμάλα), έπεισε την πλειονότητα της Αμερικάνικης Γερουσίας να μην προχωρήσει η επένδυση στη Γουατεμάλα, παρότι η εκεί ύπαρξη τεράστιας λίμνης θα διευκόλυνε το εγχείρημα.

Πώς τα κατάφερε; Όταν είδε ότι έχανε τη μάχη, καθότι το επιχείρημά του σχετικά με την ύπαρξη πληθώρας ηφαιστείων στη Γουατεμάλα αποδείχθηκε έωλο, σε μια ύστατη προσπάθεια απέστειλε σε όλους τους γερουσιαστές ένα γράμμα που εσώκλειε ένα γραμματόσημο των 5 πέσος, που απεικόνιζε ένα μικρό ηφαίστειο που μόλις είχε εκραγεί. «Πιστεύετε ότι οι Αμερικάνοι φορολογούμενοι θα ενθουσιάζονταν, αν γνώριζαν ότι τα χρήματά τους διακινδύνευαν εξαιτίας των ηφαιστείων;» ήταν το ερώτημά που απηύθυνε. Τα γράμματά του κατέφθασαν στα γραφεία των γερουσιαστών τρεις μόλις μέρες πριν την κρίσιμη ψηφοφορία. Το αποτέλεσμα μάλλον το γνωρίζετε... 

Στην Αμερική είναι ξακουστά τα lobby των βιομηχανιών καπνού, των πετρελαιοειδών, της αυτοκινητοβιομηχανίας, των υπέρμαχων της οπλοκατοχής, των εταιρειών τηλεπικοινωνιών, ενέργειας και άμυνας, το εβραϊκό λόμπι, αλλά σε μικρότερη κλίμακα και το ελληνοαμερικάνικο λόμπι, που ενίοτε πιέζει τη γερουσία (συνήθως προσεγγίζονται συγκεκριμένοι πολιτικοί, με ελληνική καταγωγή ή που κατά το παρελθόν έχουν εκφραστεί θετικά για ελληνικά ζητήματα) για ευνοϊκή ρύθμιση θεμάτων που άπτονται της ομογένειας. 

Ενδεικτικά να αναφέρουμε την αυτοκινητοβιομηχανία Ford η οποία, γνωρίζοντας ότι η ύπαρξη εκτεταμένου οδικού δικτύου θα είχε ευεργετικά αποτελέσματα για την ίδια, ήδη από τη δεκαετία του 1920 πίεζε την αμερικάνικη κυβέρνηση να ανοίξει και να ασφαλτοστρώσει δρόμους, καθώς και να υλοποιήσει την εγκατάσταση πρατηρίων ανεφοδιασμού καυσίμων. 

Πιο πρόσφατα, οι λομπίστες της πανίσχυρης βιομηχανίας τροφίμων απέτρεψαν την τοποθέτηση σήμανσης στα προϊόντα: πράσινο για τα υγιεινά, κόκκινο για τα ανθυγιεινά.

Αλλά και στη χώρα μας η περίπτωση της μπίρας Fix η οποία, εκμεταλλευόμενη τα ερείσματα που διέθετε στα «κέντρα αποφάσεων», είχε το άτυπο μονοπώλιο στην παραγωγή μπίρας μέχρι τη δεκαετία του 1960, αλλά και της Εμπορικής Τράπεζας, η οποία τη δεκαετία του ’60 είχε τη σκανδαλώδη εύνοια του Κων. Καραμανλή (με τον ιδιοκτήτη της, Στρατή Ανδρεάδη, να αποκαλείται «μπίζνεσμαν του Καραμανλή»), είναι ενδεικτικές για να αντιληφθεί κάποιος την παρασκηνιακή δύναμη του lobbying. 

Το 2017, η Google πλήρωσε 18 εκατ. δολάρια σε διάφορες δραστηριότητας lobbying σε διοικητικούς και κυβερνητικούς παράγοντες στην Ουάσινγκτον, προωθώντας υποθέσεις που αφορούσαν το εταιρικό της συμφέρον, όπως τα ζητήματα για τη μετανάστευση, τη φορολογία και την διαδικτυακή διαφήμιση. Την Google ακολούθησαν και οι υπόλοιπες μεγάλες αμερικανικές τεχνολογικές εταιρείες, καθώς για τον ίδιο σκοπό διέθεσαν τεράστια κεφάλαια. Χαρακτηριστικά, το Facebook ξόδεψε 11,6 εκατ. δολάρια, η Amazon 12,8 εκατ. και η Apple 7,1 εκατ.

Μολονότι αρκετοί συμφωνούν ότι η ύπαρξη του lobbying είναι ευπρόσδεκτη, αφού κοινοποιεί στα κυβερνητικά κλιμάκια θέσεις ή ζητήματα για τα οποία συνήθως τα ίδια δεν είναι επαρκώς ενήμερα, εντούτοις οι πολέμιοί του ισχυρίζονται ότι θέτει σοβαρά ηθικά διλήμματα, π.χ. χρηματισμοί, δώρα ή εκβιασμοί βουλευτών, και ότι ουσιαστικά εξυπηρετεί συγκεκριμένα συμφέροντα, συνήθως μεγάλων βιομηχανιών. 

Για παράδειγμα, το 2017 η οικογένεια Μπατίστα, ιδιοκτήτρια των διάσημων σαγιονάρων Havanaias, εξαναγκάστηκε να πουλήσει την εταιρεία της, όταν ήρθαν στο φως οι  παράνομες συναλλαγές των αδερφών Μπατίστα με την πολιτική ζωή της χώρας – τα αδέρφια παραδέχθηκαν πως δωροδόκησαν χιλιάδες πολιτικούς. Ο πέλεκυς της βραζιλιάνικης δικαιοσύνης αποδείχθηκε πολύ βαρύς: 10.2 δισ. δολάρια.

Πηγή: Δημόσιες Σχέσεις (εκδ. Σταμούλη)


Νεότερη Παλαιότερη
Protopapadakis-biblia