Η ιστορία του κρητικού παξιμαδιού Μάννα

   Το 1948 η Ελλάδα προσπαθεί να ανασυγκροτηθεί χάρη στη βοήθεια που έρχεται από την Αμερική, γνωστή και ως «Σχέδιο Μάρσαλ». Την ίδια χρονιά, επικρατεί έκδηλη απογοήτευση για την τελική διευθέτηση του ζητήματος των γερμανικών επανορθώσεων προς την Ελλάδα, καθώς ενώ έχει αρχικά εκδικαστεί η χορήγηση στη χώρα μας 200 εκατομμυρίων μάρκων, τελικά το ποσό αυτό περιορίστηκε σε μόλις 20 εκατομμύρια. Ναυαγεί, επίσης, και η μετάβαση στη Γερμανία εικοσαμελούς επιτροπής ειδικών, που θα ασχολείτο με την ανεύρεση και τον καθορισμό των εργοστασίων που ήταν απαραίτητα για την ανασυγκρότηση της ελληνικής βιομηχανίας, όπως και η πρόταση να αγοράσουν οι ίδιοι οι Έλληνες βιομήχανοι τα εργοστάσια αυτά.
   Και ενώ όλα αυτά συμβαίνουν στα κέντρα λήψης αποφάσεων, σε ένα μικρό χωριό στην Κρήτη, τον Πλάτανο Κισσάμου του Νομού Χανίων, ο Χαρίτος Τσατσαρωνάκης ανοίγει έναν μικρό φούρνο με την επωνυμία «το Μάννα». Βαθύτατα θρησκόληπτος, επιλέγει ένα όνομα που προέρχεται από την βιβλική ρήση «μάννα εξ ουρανού».
   Τα πρώτα χρόνια ο οικογενειακός φούρνος καλύπτει τις ανάγκες του Πλάτανου και των όμορων χωριών, σε ψωμί. Η παραγωγή παραμένει περιορισμένη, δεν ξεπερνούσε τις 10 οκάδες τη φορά, καθώς τα περισσότερα νοικοκυριά της εποχής ζύμωναν το δικό τους ψωμί. Όταν όμως, στις αρχές της δεκαετίας του 1960, εργάζεται στο φούρνο ο Νίκος Τσατσαρωνάκης, γιος του ιδρυτή και σημερινός ιδιοκτήτης της εταιρείας, τα δεδομένα αλλάζουν καθώς έχει τη φαεινή ιδέα της παραγωγής κριθαρένιου παξιμαδιού, ενός προϊόντος υψηλής διατροφικής αξίας –καθότι πλούσιο σε φυτικές ίνες και απαλλαγμένο από χρωστικές ουσίες, διογκωτικά, βελτιωτικά ή συντηρητικά- που αποτελεί τη βάση της κρητικής διατροφής.
   Η αρχή γίνεται το 1963 με την επιτυχή διάθεση των παξιμαδιών «το Μάννα» στα Χανιά. Σε ρόλο πωλητή, ο Νίκος Τσατσαρωνάκης αναλαμβάνει την προώθηση των προϊόντων του στον Πειραιά και την Αθήνα, αναμφίβολα ένα δύσκολο εγχείρημα για ένα «νέο» προϊόν όπως ήταν το κριθαρένιο παξιμάδι. Φορτωμένος με τα παξιμάδια του, «συσκευασμένα» σε χαρτοσακούλες του ενός κιλού, γυρίζει τα διάφορα μαγαζιά της πρωτεύουσας προσπαθώντας να τα πουλήσει. Ωστόσο η ανταπόκριση, ιδιαίτερα στις περιοχές όπου δεν υπήρχε έντονο κρητικό στοιχείο, είναι αναιμική.
   «Αυτά τα τρώνε μόνο τα γουρούνια και οι Κρητικοί» ήταν η πληρωμένη απάντηση την οποία άκουγε συχνά. Όπως θυμάται σήμερα ο ίδιος, όταν η τιμή του παξιμαδιού ήταν 12 δραχμές το κιλό, πολλοί καταστηματάρχες του έλεγαν «κρητικάκι, με οκτώ δραχμές τα παίρνω». Την εποχή εκείνη, οι πωλήσεις δεν υπερέβαιναν τα 100 κιλά παξιμάδια το μήνα.
   Παρ’ όλα αυτά, ο νεαρός επιχειρηματίας, οπλισμένος με υπομονή και επιμονή, οραματίζεται να μάθει στους Έλληνες καταναλωτές να τρώνε κρητικά κριθαρένια παξιμάδια. Στην προσπάθειά του αυτή, βρίσκει αρωγό, στις αρχές της δεκαετίας του ’70, μία μικρή εμπορική επιχείρηση, που τότε μετρούσε μόλις τρία καταστήματα, τον Σκλαβενίτη, με τον οποίο κλείνει συμφωνία.
   Στην ελληνική αγορά το σκηνικό αλλάζει άρδην περί τα τέλη της δεκαετίας του ’70, ως συνέπεια της βελτίωσης του βιοτικού επιπέδου από τη μία και της καθιέρωσης των αλυσίδων λιανικής, των γνωστών ως σούπερ μάρκετ, από την άλλη, εξελίξεις που, αν μη τι άλλο, θα μεταβάλλουν τις καταναλωτικές συνήθειες του Έλληνα. Ωφελημένος από αυτές τις εξελίξεις δεν θα μπορούσε να μην είναι και ο κ. Τσατσαρωνάκης, ο οποίος, σε μια εποχή όπου αρχίζει να κυριαρχεί το μοντέλο της μεσογειακής διατροφής, βλέπει τις προσπάθειές του να ευοδώνονται, με τα παξιμάδια του να διακινούνται πλέον σε ολόκληρη την ελληνική αγορά.
   Η ραγδαία αύξηση των πωλήσεων απαιτεί την αναβάθμιση των εγκαταστάσεων, οι οποίες, στο πέρασμα του χρόνου, θα υποστούν τέσσερις διαδοχικές επεκτάσεις. Ως εκ τούτου, η αυγή του νέου αιώνα βρίσκει «το Μάννα» να παρασκευάζεται σε μια μεγάλη μονάδα παραγωγής που καλύπτει έναν χώρο 6.000 τ.μ., με τέσσερις γραμμές παραγωγής όπου παράγονται 35 διαφορετικά προϊόντα.
   Η Ελλάδα, όμως, δεν μπορεί να χωρέσει τα όνειρα του κ. Τσατσαρωνάκη, ο οποίος αργά αλλά σταθερά αρχίζει να διοχετεύει τα παξιμάδια του στα τέσσερα σημεία του πλανήτη, από τη Ν. Αφρική μέχρι τη Β. Ευρώπη και από τον Καναδά μέχρι την Αυστραλία, όπου υπάρχει απόδημος ελληνισμός.

   Παρά την μεγάλη του επιτυχία, ο Νίκος Τσατσαρωνάκης παραμένει πιστός στις αρχές του. Εξακολουθεί να παράγει τα προϊόντα του με το ιδιο πάθος και μεράκι, όπως τότε στη δεκαετία του ’50, σε φούρνους με ξύλα, αλλά και σε φούρνους πλέον, εναρμονισμένους με τη σύγχρονη τεχνολογία και νομοθεσία τροφίμων, χρησιμοποιώντας πάντα την παραδοσιακή του συνταγή. Οι δε εγκαταστάσεις της επιχείρησης εξακολουθούν να βρίσκονται στον μικρό Πλάτανο, τονώνοντας με αυτόν τον τρόπο την τοπική οικονομία αλλά και ενθυμίζοντας στους νεότερους το πώς όλα ξεκίνησαν. Λέγεται μάλιστα, ότι η έντονη οικονομική δραστηριότητα στο χωριό έκανε τη Συνεταιριστική Τράπεζα Χανίων και άνοιξε υποκατάστημα στον Πλάτανο των 800 νοματαίων!


Νεότερη Παλαιότερη
Protopapadakis-biblia