Αχαΐα Clauss. Μια οινοποιία με λαμπρή ιστορία.


   Μερικά μόλις χιλιόμετρα από το κέντρο της Πάτρας βρίσκεται το οινοποιείο της  Αχαΐα Clauss, της παλαιότερης εταιρείας του κλάδου της που διατηρείται εν ζωή. Πρόκειται για έναν εντυπωσιακό χώρο που προσελκύει ετησίως περίπου 180.000 επισκέπτες και ο οποίος αναδεικνύει την ιστορική κληρονομιά ενός εκ των παλαιοτέρων ελληνικών εμπορικών επωνυμιών.
   Η ιστορία της Αχαΐα Clauss αρχίζει κάπου στα μέσα του 19ου αιώνα, όταν ο Βαυαρός Γουσταύος Κλάους, στέλεχος μεγάλης γερμανικής σταφιδεμπορικής εταιρείας, παρακινούμενος από ένα βιβλίο που αναφερόταν στην πατρίδα μας, καταφθάνει το 1845 στην Ελλάδα για να εργαστεί και να εξερευνήσει τις ομορφιές της. Φθάνοντας στην Πάτρα, γοητεύεται από τη θέα των αμπελώνων που απλώνονται στις γύρω πλαγιές, οπότε αποφασίζει να χτίσει μια καλύβα, προκειμένου να ξεκουράζεται από τις συχνές εκδρομές του. Την επόμενη χρονιά, αγοράζει ένα μικρό αμπέλι για να παρασκευάσει λίγο κρασί για τον εαυτό του και τους φίλους του. Οι τελευταίοι, δοκιμάζοντας το εξαίσιο κρασί του, τον συμβουλεύουν να επεκτείνει τις δραστηριότητές του, όπως και έγινε.
  Ο Κλάους αγοράζει και άλλα αμπέλια και το 1861 ιδρύει την εταιρεία Αχαΐα (ελληνιστί), το όνομα Clauss προστέθηκε προς τιμήν του πολύ μετά το θάνατό του, σε ένα πρότυπο οικιστικό και επιχειρηματικό συγκρότημα, όπου στεγάστηκε το οινοποιείο, οι κάβες και τα σπίτια των υπαλλήλων της εταιρείας. Αν και τα πρώτα χρόνια είναι δύσκολα, αφού οι επιθέσεις συμμοριών της περιοχής ήταν σχεδόν καθημερινό φαινόμενο, η εταιρεία θα καταφέρει, χάρη στους δεσμούς της με την κεντρική εξουσία, να επιβιώσει.            Το 1872, η εταιρεία του, με την συνδρομή διαφόρων Γερμανών επιχειρηματιών, μετατρέπεται σε ανώνυμη εταιρεία και πετυχαίνει εντυπωσιακούς ρυθμούς ανάπτυξης. Ο δε Κλάους σύντομα καθιερώνεται παγκοσμίως ως ένας από τους πιο φημισμένους και καταξιωμένους οινοπαραγωγούς, ενώ το κρασί του κατατάσσεται στην κατηγορία των ‘’πολυτελών οίνων’’.
   Η μεγάλη επιτυχία του οινοποιείου οφειλόταν σε μεγάλο βαθμό σε κάποια σταφύλια τα οποία διέθεταν υψηλή περιεκτικότητα σε αζύμωτο σάκχαρο. Ως εκ τούτου, παράχθηκε ένα μαύρο και γλυκό κρασί, το γνωστό σε όλους μας ως ‘’Μαυροδάφνη’’, το οποίο σήμερα αποτελεί και το πλέον δημοφιλές κρασί της Αχαΐα Clauss. Σύμφωνα με το μύθο, ο ίδιος ο Κλάους το ονόμασε έτσι για να τιμήσει τη Δάφνη, μια πανέμορφη μελαχρινή Ελληνίδα με μαύρα μάτια, η οποία πέθανε σε νεαρή ηλικία. Παράλληλα με τη ‘’Μαυροδάφνη’’, η οποία σε πέντε μόλις χρόνια θα ταξίδευε στις ευρωπαϊκές αγορές, ο Κλάους παράγει ένα ακόμη κρασί, το ‘’Δεμέστιχα’’, που αποτέλεσε το πρώτο ελληνικό εμφιαλωμένο κρασί.
   Πριν τη δύση του 19ου αιώνα, το σύγχρονο, για τα δεδομένα της εποχής, εργοστάσιο του Κλάους θα προσέλκυε μερικά από τα πιο γνωστά ονόματα της εποχής. Η αυτοκράτειρα της Αυστρίας Ελισάβετ, η πριγκίπισσα της Βαυαρίας Θηρεσία, η πριγκίπισσα της Αγγλίας Βικτωρία και φυσικά οι ελληνική βασιλική οικογένεια ήταν ορισμένοι μόνο από τους εστεμμένους επισκέπτες της εποχής.
   Γνωρίζοντας τη δύναμη της δημοσιότητας, ο ευρηματικός Βαυαρός δεν παρέλειπε να αφιερώνει τα βαρέλια, που βρίσκονταν στο κελάρι, στα πιο σημαντικά πρόσωπα που επισκέφθηκαν την Αχαΐα Clauss. Τα περισσότερα  και τα πιο παλιά από αυτά τα βαρέλια, τα οποία ήταν πραγματικά αριστουργήματα, ‘’αναπαύονταν’’ στο Αυτοκρατορικό Κελάρι, το οποίο ονομάστηκε έτσι προς τιμήν της αυτοκράτειρας Σίσσυ, η οποία έπινε ‘’Μαυροδάφνη’’ για θεραπευτικούς σκοπούς. Εκεί βρίσκεται και το παλαιότερο ελληνικό κρασί και, ίσως, το δεύτερο διασωζόμενο κρασί στον κόσμο, μια ‘’Μαυροδάφνη’’ του 1873, σε δύο δρύινα βαρέλια χωρητικότητας τεσσάρων τόνων το καθένα, αφιερωμένο σε δύο ένδοξους άνδρες της Βαυαρίας, τους Μόλτκε και Βίσμαρκ.
   Μετά το θάνατο του Γουσταύου Κλάους, η εταιρεία περνάει σε συμπατριώτες του, οι οποίοι όμως δεν θα προλάβαιναν να βάλουν τη δική τους πινελιά, αφού θα αναγκαστούν να εγκαταλείψουν τη χώρα με το ξέσπασμα του Α’ Παγκόσμιου Πολέμου. Μετά το τέλος του πολέμου η Αχαΐα Clauss των 10 χρυσών βραβείων και των πέντε ‘’διπλωμάτων τιμής’’ περνάει ως πολεμική αποζημίωση στο κράτος, το οποίο, ύστερα από διεθνή πλειστηριασμό, την παραχωρεί στον Πατρινό σταφιδέμπορο, Βλάση Αντωνόπουλο.
   Με εξαίρεση την περίοδο της κατοχής, η ανάπτυξη της εταιρείας, η οποία θα αλλάξει τρεις φορές ιδιοκτήτη, είναι ραγδαία. Τα δε κρασιά της θα γοήτευαν μερικές από τις πιο γνωστές προσωπικότητες τους 20ού αιώνα, όπως τον Αριστοτέλη Ωνάση, τη Μελίνα Μερκούρη, τον Ομάρ Σαρίφ και τον Αλέξανδρο Φλέμινγκ.
   Τη δεκαετία του ’50, η ετήσια παραγωγή φιαλών ανέρχεται πλέον στο ένα εκατομμύριο, με ένα σημαντικό ποσοστό αυτής να εξάγεται σε 40 χώρες του κόσμου. Ισχυρό, πάντως, πλήγμα για την αχαϊκή οινοποιεία θα αποτελέσει, τη δεκαετία του ’80, η πτώση της εγχώριας ζήτησης και η εμφάνιση στο προσκήνιο διαφόρων, μικρότερων και μη, οινοβιομηχανιών. Παρ’ όλα αυτά, η Αχαΐα Clauss εξακολουθεί στις μέρες μας όχι μόνο να αναπτύσσει έντονη οινοποιητική δραστηριότητα, αλλά και να αναδεικνύει την ιστορική της κληρονομιά –είναι χαρακτηριστικό ότι το γραφείο του Κλάους, στο κέντρο της Πάτρας, φυλάσσεται άθικτο ενώ οι τοίχοι είναι καλυμμένοι με βραβεία διακρίσεις και προθήκες με διεθνή μετάλλια-, τιμώντας με τον τρόπο της τον πολυμήχανο Βαυαρό ιδρυτή.

Πηγή: Επιχειρείν αλά ελληΝΙΚΑ
Νεότερη Παλαιότερη
Protopapadakis-biblia