Cesar Ritz. Ο σερβιτόρος που άλλαξε τους κανόνες της φιλοξενίας...


Ο Σίζαρ Ριτζ, ο άνθρωπος που κάποτε δήλωσε το ιστορικό «ο πελάτης δεν έχει ποτέ άδικο», δεν ήταν απλώς ένας ακόµη ξενοδόχος που κατάφερε να γίνει διάσηµος, αλλά ένας θρύλος. Μία ιδιοφυΐα που ουσιαστικά εφηύρε αυτό που σήµερα ορίζουµε ως πολυτελές ξενοδοχείο, ο οποίος κατάφερε να ικανοποιήσει τις ανάγκες των πελατών του όπως κανένας άλλος µέχρι τότε.
Το ένα από τα 13 παιδιά ενός φτωχού βουκόλου, ο Σίζαρ Ριτζ, που γεννήθηκε το 1850 σε ορεινό χωριό της Ελβετίας, είχε µία αρετή: ήταν φιλόδοξος. Στα 16 του µπήκε στη βιοπάλη, όταν έφυγε από το σπίτι για να εργαστεί στο εστιατόριο ξενοδοχείου, όπου όµως δεν θα µακροηµέρευε, αφού µετά από λίγους µήνες το αφεντικό τον απέλυσε λέγοντάς του: «Δεν θα γίνεις ποτέ ξενοδόχος, διότι δεν διαθέτεις τις ικανότητες και το ταλέντο για να “σταθείς” στο χώρο»…
Αργότερα εργάστηκε ως σερβιτόρος, πάλι χωρίς επιτυχία, αφού σύντοµα απολύθηκε. Χωρίς να απογοητευτεί, φεύγει για το Παρίσι όπου θα αναλάβει να αδειάζει τα ακάθαρτα νερά από διάφορα µικρά ξενοδοχεία. Αφού συγκέντρωσε στο ενεργητικό του δύο ακόµα απολύσεις, κατάφερε να βρει δουλειά ως βοηθός σερβιτόρου σε ένα καθώς πρέπει εστιατόριο. Εκεί, επιτέλους, κατάφερε να στεριώσει και να ανέβει στην ιεραρχία φτάνοντας ως τη θέση του διευθυντή. Ήταν ήδη 19 ετών, όταν ο ιδιοκτήτης του εστιατορίου τού ζήτησε να γίνει συνεταίρος του, µια δελεαστική πρόταση την οποία όµως ο φιλόδοξος νεαρός απέρριψε ευγενικά.
Σύντοµα βρέθηκε να εργάζεται στο Voisin, το πιο κοµψό και φηµισµένο εστιατόριο της περιοχής, σηµείο αναφοράς για τους απανταχού βασιλιάδες και καλοφαγάδες. Ξεκινώντας από χαµηλά, ως βοηθός σερβιτόρου, θα κατάφερνε να µάθει τα µυστικά του επαγγέλµατος, όπως πώς να τεµαχίζει το ψητό, να βάζει το κρασί στο ποτήρι και να σερβίρει το φαγητό κατά τρόπο αισθητικά και γευστικά σωστό.
Έχοντας αναπτύξει τις δεξιότητές του, ο Ριτζ κατάφερε να γίνει αγαπητός στην αριστοκρατία της εποχής. Όταν, µάλιστα, οι γερµανικές δυνάµεις εισχώρησαν στη Γαλλία, µε αποτέλεσµα να παρατηρηθούν σοβαρές ελλείψεις σε τρόφιµα, ο δήµαρχος του Παρισιού ζήτησε να σφαγιαστούν δύο ελέφαντες του ζωολογικού κήπου. Τότε, το Voisin, που αγόρασε τις προβοσκίδες τους, παρουσίασε ένα γκουρµέ πιάτο, επιµεληµένο από τον Ριτζ, που εντυπωσίασε του συνδαιτυµόνες και έκανε αίσθηση στους µαγειρικούς κύκλους.
Ο Ριτζ, που συνέχισε την περιπλάνησή του, εργάστηκε σε διάφορα εστιατόρια ανά την Ευρώπη, για να καταλήξει στη Βιέννη, όπου ένα τυχαίο συµβάν άλλαξε τη ζωή του. Μία κρύα νύχτα, λίγο πριν την άφιξη 40 εύπορων Αµερικάνων, ενηµερώθηκε ότι το σύστηµα θέρµανσης δεν λειτουργούσε. Τότε ζήτησε το φαγητό να σερβιριστεί στο σαλόνι αντί για την τραπεζαρία, που «φάνταζε» πιο ζεστό εξαιτίας των µεγάλων κόκκινων κουρτινών του. Ζήτησε, επίσης, από τους σερβιτόρους να ρίξουν αλκοόλ µέσα σε χάλκινα τσουκάλια και να ανάψουν φωτιά, αλλά και να τοποθετήσουν τούβλα δίπλα στους φούρνους. Το δωµάτιο, τελικά, ήταν ζεστό όταν κατέφθασαν οι Αµερικάνοι, ενώ στον καθένα τους δόθηκε από ένα τούβλο τυλιγµένο σε φανέλα για να ζεστάνουν τα πόδια τους.
Το απίστευτο επίτευγµα του πρώην βουκόλου τον έκανε διάσηµο σε όλο τον κόσµο και του άνοιξε διάπλατα την πόρτα για να ικανοποιήσει τις φιλοδοξίες του. Έτσι, σε ηλικία 27 ετών βρέθηκε να διευθύνει ένα ξενοδοχείο, το οποίο, αν και ζημιογόνο επί δύο συναπτά έτη, κατάφερε να το επαναφέρει στην κερδοφορία. Ο Ριτζ, που δεν άφηνε τίποτα στην τύχη, είχε τον τρόπο του για να κάνει τους πελάτες να τον αγαπήσουν. Γνώριζε τις προσωπικές επιθυµίες τους, ποιος προτιµούσε τούρκικα τσιγάρα, ποιος λάτρευε να έχει γαρδένιες στο δωµάτιό του, τις διατροφικές ιδιαιτερότητες του καθενός. Αν ο πελάτης δεν ήταν ικανοποιηµένος µε το φαγητό, το πιάτο του θα αντικαθίστατο αµέσως χωρίς καµία ερώτηση. Ο πελάτης είχε πάντα δίκιο.

Γνωρίζατε ότι...
Ο Ριτζ θα πρωτοτυπούσε σε έναν ακόµη τοµέα, αφού ήταν ο πρώτος που προσέλκυσε το γυναικείο κοινό το βράδυ της Κυριακής, αµέσως µετά το θέατρο, στο εστιατόριο όπου εργαζόταν ως µάνατζερ. Μάλιστα, µία από αυτές, η Ελίζαµπεθ ντε Γκραµόντ, ήταν η πρώτη που εν έτει 1896 «τόλµησε», προς γενική έκπληξη του ανδρικού πληθυσµού, να ανάψει τσιγάρο για πρώτη φορά σε δηµόσιο χώρο.

Ήταν τέτοια η απήχηση του Ριτζ, που όταν κάποια στιγµή βρέθηκε χωρίς εργασία, ο πρίγκιπας της Ουαλίας είχε πει χαρακτηριστικά «Όπου πάει ο Ριτζ, εµείς θα ακολουθήσουµε». Όµως είχε έρθει πια η ώρα να εξαργυρώσει τη δηµοτικότητά του και να κυνηγήσει το όραµά του. Με τη βοήθεια των εύπορων φίλων του, ο Ριτζ εν έτει 1898 κατασκευάζει στο Παρίσι το πρώτο του ξενοδοχείο, πάνω στο οποίο θα έχτιζε το επιχειρηµατικό του όνειρο.
Στα 225 δωµάτια του Ritz (αργότερα, µε την εξαγορά των ξενοδοχείων Carlton, η αλυσίδα θα ονοµαστεί Ritz-Carlton), τα οποία διέθεταν προηγµένο αποχετευτικό δίκτυο, υπήρχαν µοναδικής ποιότητας έπιπλα, ενώ πολλά από αυτά διέθεταν δικό τους µπάνιο. Ο Ριτζ, επίσης, καθιέρωσε την παραδοσιακή, σήµερα, ενδυµασία του υπαλληλικού προσωπικού, το µαύρο παπιγιόν για τον µετρ, το άσπρο για τον σερβιτόρο, καθώς και τα µπρούντζινα κουµπιά για τους υπηρέτες.
Τα σαλόνια και το µπαρ του ξενοδοχείου σύντοµα προσέλκυσαν την αφρόκρεµα του Παρισιού, όπως ο Μαρσέλ Προυστ και η Κοκό Σανέλ, η οποία θα το µετατρέψει σε δεύτερο σπίτι της. Χαρακτηριστικά, την ηµέρα των εγκαινίων άνθρωποι συνέρρευσαν από µίλια µακριά για να περπατήσουν στους διαδρόµους του ξενοδοχείου.
Όµως, η επιτυχία είχε το τίµηµά της για τον εργασιοµανή Ελβετό. Το 1902, καθώς ετοίµαζε µία δεξίωση για τον φίλο του πρίγκιπα της Ουαλίας, καταρρέει εξαντληµένος. Καταφέρνει όµως να επανέλθει στην ενεργό δράση µέχρι να καταρρεύσει ξανά το 1911, αυτή τη φορά χωρίς να µπορέσει ποτέ να ανακάµψει πλήρως. Μετά από εφτά χρόνια, και ενώ ο Σίζαρ Ριτζ ήταν πια σκιά του καλού του εαυτού, το πλήρωµα του χρόνου έχει πια φτάσει. Ετοιµοθάνατος, τον Οκτώβριο του 1918, πιστεύοντας ότι δίπλα του είναι η σύζυγός του, της ζητάει να φροντίσει την κόρη τους. Το ζευγάρι δεν είχε κόρη – «κόρη» αποκαλούσαν πάντα το ονειρεµένο τους ξενοδοχείο στο Παρίσι. Το τέλος για τον θρυλικό «ξενοδόχο των βασιλέων» είχε φτάσει.


Νεότερη Παλαιότερη
Protopapadakis-biblia