Η προσπάθεια ενός φοιτητή να συγκεντρώσει χρήµατα
για να πληρώσει τα δίδακτρά του, οδήγησε στην ίδρυση µιας πιτσαρίας, η οποία
κάποια στιγµή θα εξελισσόταν σε µία από τις κορυφαίες του κλάδου. Το
επιχειρηµατικό πνεύµα του ιδρυτή αλλά και η αντοχή του στις αναποδιές που
συνάντησε στο δρόµο του τον κατέστησαν «βασιλιά της πίτσας».

Με σκληρή δουλειά, συχνά µέχρι και 100 ώρες
την εβδοµάδα, και έχοντας µετατρέψει το µαγαζί σε υπνοδωµάτιο, ο Μόναγκαν, που
είχε καταφέρει να φτιάχνει µια πίτσα-γίγας σε 11 µόλις δευτερόλεπτα, θα έχτιζε
σιγά σιγά τον επιχειρηµατικό του µύθο και θα ξέφευγε για πάντα από τη φτώχια
και τη ντροπή που βίωνε για τα κουρελιασµένα του ρούχα.
Τα πέντε πρώτα χρόνια ήταν αρκετά δύσκολα,
καθώς οι οικονοµικές δυσκολίες και τα χρέη έπνιγαν τον νεαρό επιχειρηµατία, που
στο µεταξύ είχε εξαγοράσει το µερίδιο του αδερφού του, ανταλλάσσοντάς το µε το
αυτοκίνητό του. Το 1965 κατάφερε και άνοιξε άλλα δύο καταστήµατα, πάντα κοντά
σε κολέγια (πάγια αρχή του ήταν να διεισδύει σε πόλεις που διέθεταν έντονο φοιτητικό
στοιχείο – υπολογίστηκε ότι στα μέσα της δεκαετίας του ’80 άνοιγαν τρία τέτοια
καταστήματα τη μέρα), µετονοµάζοντας την
επιχείρηση σε «Domino’s».

Ο Μόναγκαν αναζήτησε
τρόπους, που τον βοήθησαν να συντοµεύσει το χρόνο από την παραγγελία µέχρι την
παράδοση της πίτσας. Εφήυρε μάλιστα ένα αεροστεγές κουτί που θα επέτρεπε τη
μεταφορά παραπάνω από μίας πίτσας κάθε φορά, καθώς αυτές θα στοιβάζονταν η μία
πάνω στην άλλη χωρίς να αλλοιώνεται το σχήμα και διατηρώντας τη θερμοκρασία
τους. Οι πωλήσεις άρχισαν να αυξάνονται, παρακινώντας τον να ανοίξει ένα ακόμη
κατάστηµα, κοντά στο µεγαλύτερο πανεπιστήµιο του Μίσιγκαν, υποσχόµενος παράδοση
εντός 30 λεπτών ή αλλιώς δωρεάν (αργότερα το αντικατέστησε µε τρία δολάρια
έκπτωση).
Η επιτυχία ήταν τόσο
µεγάλη, που τον έκανε να επεκταθεί µέσω franchise, εκπαιδεύοντας ο ίδιος τους
πρώτους συνεργάτες. Για τον ίδιο, η επένδυση στο ανθρώπινο δυναμικό ήταν
εξέχουσας σημασίας. Η επιμόρφωση των υπαλλήλων κατέστη πάγια πρακτική της Domino’s, με τους νεοπροσληφθέντες να περνούν
από ένα εβδομαδιαίο πρόγραμμα επιμόρφωσης, καθώς και με την καθιέρωση της
πολιτικής εκ των έσω κάλυψης κενών θέσεων.
Τα κέρδη ακολουθούσαν ανοδική πορεία ως το
1968, οπότε µια φωτιά στα κεντρικά της εταιρείας προξένησε µεγάλες ζηµιές. Τα
χρήµατα που έλαβε ο Μόναγκαν από την ασφάλεια ήταν ελάχιστα σχετικά µε το
µέγεθος της ζηµιάς και έτσι η εταιρεία οπισθοδρόµησε ξανά. Αν και οι πωλήσεις
αυξήθηκαν τα επόµενα δύο χρόνια, τα χρέη τον έπνιξαν, αναγκάζοντας τον να
αναθέσει τη διοίκηση της εταιρείας στις τράπεζες από τις οποίες είχε δανειστεί.
Η κατάσταση όµως δεν
άλλαξε. Μετά από 10 µήνες, η εταιρεία, που εξακολουθούσε να βρίσκεται µεταξύ
σφύρας και άκµονος, πέρασε ξανά στα χέρια του ιδρυτή της. Ο Μόναγκαν δεν έχασε
το κουράγιο του και άρχισε να επισκέπτεται τα καταστήµατα και να µιλάει µε
µάνατζερ και προσωπικό, προκειµένου να τους τονίσει την ανάγκη για απλότητα και
ταχύτητα.
Το επόµενο χτύπηµα ήρθε το 1974 και είχε να
κάνει µε τη µήνυση που υποβλήθηκε από άλλη εταιρεία που ισχυριζόταν ότι είχε
κατοχυρώσει το όνοµα «Domino» από το 1900. Πολλοί συνεργάτες, τότε,
αναγκάστηκαν να τον εγκαταλείψουν, όµως ο Μόναγκαν ήξερε ότι µε 100 καταστήµατα
και µε ένα όνοµα γνωστό και καθιερωµένο η οποιαδήποτε αλλαγή του ονόµατος θα
ισοδυναµούσε µε καταστροφή. Τελικά, µε τη βοήθεια της συζύγου του και αρκετών
φίλων και συνεργατών γλίτωσε τα χειρότερα και κατάφερε να επαναφέρει την
επιχείρηση σε θετική τροχιά.
Ο
βαθύτατα θρησκευόµενος και συντηρητικός, πολυεκατοµµυριούχος Τόµας Μόναγκαν
αποσύρθηκε το 1998, από τα εταιρικά δρώμενα πουλώντας τις μετοχές του έναντι
ενός δισεκατομμυρίου δολαρίων, οπότε ασχολήθηκε µε φιλανθρωπίες αλλά και με την
ίδρυση, το 2012, μιας θεματικής αλυσίδας εστιατορίων.
Πηγή: Γνωστά Ονόματα Άγνωστες Ιστορίες 1 (εκδ. Σταμούλης)
Πηγή: Γνωστά Ονόματα Άγνωστες Ιστορίες 1 (εκδ. Σταμούλης)