Μπορεί µια εργασία στο πανεπιστήµιο να ωθήσει
κάποιον να ιδρύσει µια εταιρεία αθλητικών παπουτσιών που σύντοµα θα κατακτούσε
όλο τον κόσµο; Στην περίπτωση του Φιλ Νάιτ, µέτριου σπουδαστή και δροµέα
µεσαίων αποστάσεων, η απάντηση είναι «ναι». Μια εργασία µε τίτλο «Μπορούν τα
γιαπωνέζικα αθλητικά παπούτσια να κάνουν στους Γερµανούς ό,τι έκαναν και οι
γιαπωνέζικες φωτογραφικές µηχανές;», συνεπήρε το νεαρό σπουδαστή, που πρότεινε
την παραγωγή ανθεκτικών παπουτσιών στην Ιαπωνία (χώρα µε φθηνό εργατικό
δυναµικό) και την εισαγωγή τους στην Αµερική. Με το πέρας της εργασίας, ο Νάιτ
ήξερε τι ήθελε να κάνει στη ζωή του.

Μετά από ένα ταξίδι στην Ιαπωνία, όπου έµαθε
την τοπική κουλτούρα και θρησκεία, ο Νάιτ επέστρεψε στην Αµερική αποφασισµένος
να αµφισβητήσει την κυριαρχία της Adidas. Έτσι, λοιπόν, το 1964 ο 26χρονος
δροµέας, µαζί µε τον προπονητή του, επένδυσαν 500 δολάρια έκαστος –μια
συνεργασία που επισφραγίστηκε με μια χειραψία- ιδρύοντας την Blue Ribon Sports
και ξεκίνησαν την εισαγωγή 300 ζευγαριών αθλητικών παπουτσιών από µια άγνωστη
ιαπωνική εταιρεία, την Onitsuka Tiger. Ο Νάιτ αποθήκευε τα παπούτσια στο
υπόγειο του σπιτιού του και στη συνέχεια τα πουλούσε µε ιδιαίτερη επιτυχία από
το πίσω κάθισµα του αυτοκινήτου του, κατά τη διάρκεια αγώνων δρόµου που
διοργανώνονταν σε γυµνάσια και κολέγια.
Το πρώτο κατάστηµα
άνοιξε δίπλα σε ένα κέντρο ομορφιάς το 1966 στην Καλιφόρνια, όµως πέντε χρόνια
αργότερα οι δύο συνεταίροι, που αναζητούσαν ένα πιο ελαφρύ, ελαστικό και
ανθεκτικό παπούτσι, αποφάσισαν να διακόψουν τη συνεργασία με την ιαπωνική
εταιρεία και να δηµιουργήσουν τη δική τους σειρά παπουτσιών. Αυτό που έλειπε,
όµως, ήταν ένα όνοµα πιο εµπορικό, οπότε ο Νάιτ ζήτησε από τους 45 υπαλλήλους
του να γράψουν την πρότασή τους σ’ ένα χαρτάκι και να το ρίξουν σ’ ένα καπέλο.
Η ιδέα για το όνοµα «Nike» (ο Νάιτ είχε προτείνει το µάλλον άστοχο «Dimension
Six»), από το ελληνικό «Νίκη», την ελληνίδα φτερωτή θεά, προήλθε από έναν
συνάδελφο του Νάιτ, που είδε τη θεά στο όνειρό του.

Στα µέσα της δεκαετίας του ’80, οι πωλήσεις
της Nike είχαν παραμείνει στάσιμες, όταν αναζητήθηκε ένας διάσηµος αθλητής, που
θα «ταυτιζόταν» µε την εταιρεία. Επιλέχθηκε ένα νέο αστέρι του µπάσκετ, ο Μάικλ
Τζόρνταν, ο οποίος, αν και αρχικά αρνήθηκε (όταν αντίκρυσε τα µαύρα και κόκκινα
παπούτσια που είχαν σχεδιάσει γι’ αυτόν, είπε «δεν τα φοράω αυτά, έχουν τα
χρώµατα του διαβόλου»), εντούτοις αποδέχτηκε την πρόταση και υπέγραψε συµβόλαιο
2,5 εκατοµµυρίων δολαρίων για πέντε χρόνια. Με σλόγκαν το Just
Do It, ένα από τα πέντα
καλύτερα σλόγκαν του 20ού αιώνα (πηγή έμπνευσης υπήρξαν τα τελευταία λόγια, «Let’s
do it» ενός θανατοποινίτη),
η Nike επισφράγησε την πρωτοκαθεδρία της.

Η παντοδυναμία της αμερικάνικης εταιρείας
κλονίστηκε το 1996, όταν προέκυψε σκάνδαλο σχετικά με τις απάνθρωπες συνθήκες
εργασίας που επικρατούσαν στο εργοστάσιό της στην Ινδονησία. Μία φωτογραφία στο
περιοδικό Life απεικόνιζε έναν ανήλικο εργάτη να ράβει μια
μπάλα της Nike, εξαγριώνοντας την κοινή γνώμη που προέβη σε μποϋκοτάζ
καθώς το συμβόλαιο του Τζορνταν ισοδυναμούσε με 44.492 χρόνια εργασίας ενός
ινδονήσιου εργάτη. Υπό την πίεση των εξελίξεων, ο Νάιτ ανέλαβε μια σειρά
διορθωτικών δράσεων προκειμένου να περιχαρακώσει τη φήμη της εταιρείας του που
είχε πληγεί.

Πηγή: "Γνωστά Ονόματα Αγνωστες Ιστορίες 1" (εκδ. Σταμούλης)