Στην Αµερική, η ανακάλυψη του πετρελαίου στα
µέσα του 19ου αιώνα ήταν η αιτία για να συρρεύσουν ορδές τυχοδιωκτών, ανάµεσά
τους και ένας νεαρός χηµικός που κατάφερε τελικά να κάνει µία ολόκληρη
περιουσία χάρη σ’ ένα κατάλοιπο του πετρελαίου, το οποίο εξελίχθηκε σε ένα
θαυµατουργό φάρµακο: τη βαζελίνη.
Το 1859, στο Μπρούκλιν της Νέας Υόρκης, ο
22χρονος χηµικός Ρόµπερτ Τσέσµπρο αντιµετώπισε ένα πρόβληµα αρκετά διαδεδοµένο
την εποχή εκείνη: πουλούσε κηροζίνη για καύσιµο, όµως η ανακάλυψη µεγάλων
κοιτασµάτων πετρελαίου στην Πενσυλβάνια ήταν για τον ίδιο μία ασσύμετρη απειλή,
αφού έβλεπε ξεκάθαρα πως το πετρέλαιο θα γινόταν η κύρια πηγή καυσίµων στο
µέλλον.

Ο Τσέσµπρο εµφιάλωσε αυτή
την περίεργη ουσία και την πήγε στο εργαστήριό του, στο Μπρούκλιν. Μετά από
επίπονες προσπάθειες 10 ετών κατάφερε να εξαγάγει το βασικό κολλώδες συστατικό,
το γυαλιστερό άοσµο υλικό που γνωρίζουµε σήµερα ως πετρελαϊκό ζελέ (100% pure petroleum jelly), το οποίο κατοχύρωσε το
1865.
Αυτό που χρειαζόταν τώρα ήταν ένα
πειραµατόζωο για να ελέγξει την αποτελεσµατικότητα του υλικού. Αρχικά,
προκάλεσε στον εαυτό του κάθε είδους κόψιµο και κάψιµο, ενώ αργότερα πήγαινε
έξω από χώρους όπου γίνονταν κατασκευές και δοκίµαζε την ουσία του σε εργάτες
που είχαν τραυµατιστεί στα χέρια. Όταν έκανε επίστρωση µε την αλοιφή, όλα τα
τραύµατα έδειχναν να θεραπεύονται σύντοµα δίχως κανένα ίχνος µόλυνσης.


Αυτό όμως που συνέβαλε
καθοριστικά στην επιτυχία της θαυματουργής ουσίας, πέρα από την υποστήριξη της
ιατρικής κοινότητας, ήταν οι ίδιοι οι καταναλωτές, που ανακάλυπταν νέες χρήσεις
τις οποίες ο Τσέσµπρο δεν είχε φανταστεί ούτε στα πιο τρελά του όνειρα, καθώς
χρησιµοποιούσαν την θεραπευτική αλοιφή για δεκάδες χρήσεις: οι νοικοκυρές για
να απορροφά λεκέδες από τα έπιπλα, να γυαλίζει ξύλινες επιφάνειες, να ανανεώνει
ταλαιπωρηµένα δερµάτινα είδη και ως αλοιφή για τα µαλλιά, οι αγρότες για να
προστατεύουν τα µηχανήµατα από την σκουριά, οι ψαράδες για να δελεάσουν τις
πέστροφες να δαγκώσουν το δόλωµα, οι σταρ του σινεµά την έβαζαν κάτω από τα
µάτια για να µπορούν να δακρύσουν, οι στρατιώτες για να προστατευτούν από την
έκθεση στον ήλιο, οι Γάλλοι αρτοποιοί για να διατηρούνται φρέσκα τα γλυκά και οι
ζύμες κ.λπ. Εξάλλου, σε ένα από τα αναρίθμητα γράµµατα που κατέφθαναν στην
εταιρεία αναφέρθηκε ότι πολλοί Ινδοί την άλειφαν στο ψωµί τους.

Προκειμένου να
διαφοροποιήσει το προϊόν του από τον ολοένα αυξανόμενο αριθμό των απομιμήσεων
που υπόσχονταν αντίστοιχη αποτελεσματικότητα, ο Τσέσμπρο παρουσίασε, στις αρχές
της δεκαετίας του 1880, την διακριτή μπλε σφραγίδα, προειδοποιώντας παράλληλα
τους καταναλωτές ότι οποιαδήποτε άλλη βαζελίνη, εκτός από την αυθεντική, ήταν
«μια άχρηστη απομίμηση».
Υπολογίζεται ότι το 1874
πωλείτο ένα βαζάκι βαζελίνης ανά λεπτό, ενώ όταν τα αποθέµατα εξαντλούνταν ο
κόσµος ικέτευε τους φαρµακοποιούς να παραγγείλουν όσο πιο γρήγορα γινόταν από
τον πάµπλουτο, πια, εφευρέτη. Λίγο αργότερα, το 1881 η επιχείρηση του Τσέσμπρο,
ο οποίος ζάπλουτος πια συνταξιοδοτήθηκε το 1909, πέρασε στον έλεγχο της
πανίσχυρης Standard
Oil
(σήμερα ανήκει στην Unilever),
η οποία διέδωσε τη βαζελίνη στην Ευρώπη.
Η καλύτερη, όµως, χρήση της βαζελίνης, η
οποία γνώριζε στιγμές δόξας στους δύο παγκόσμιους πολέμους, ανακαλύφθηκε από
τον ίδιο τον Τσέσµπρο, ο οποίος δήλωσε λίγο πριν πεθάνει ότι «ο καθένας έπρεπε
να τρώει µια κουταλιά την ηµέρα για να έχει καλή υγεία». Όταν στα 60 του
αρρώστησε βαριά από πλευρίτιδα, ζήτησε από τη νοσοκόµα να τον αλείφει κάθε µέρα
από την κορυφή µέχρι τα νύχια µε βαζελίνη. Τελικά επέζησε, φθάνοντας έως τα 96,
χωρίς να παραλείψει τη γευστικότατη κουταλιά του ούτε ένα πρωινό.
Πηγή: "Γνωστά Ονόματα, Αγνωστες Ιστορίες 1" (εκδ. Σταμούλης)